- ζυγωματικός
- -ή, -όχαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» — ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλωνβ. «ζυγωματικός μυς» γ. «ζυγωματικό νεύρο» κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. zygomatic < zygomat- (πρβλ. ζύγωμα, -ατος + -ic (πρβλ. -ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.